- μεσέντερο
- το (Α μεσέντερον)νεοελλ.1. ζωολ. στομαχικός θύλακος τού εμβρύου τών εντόμων ο οποίος στα ενήλικα άτομα γίνεται το επιθήλιο τής κοιλιάςαρχ.το μεσεντέριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + ἔντερον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
ομφαλομεσεντερικός — ή, ό ομφαλομεσεντέριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. omphalomesenteric < ομφαλός + μεσέντερο / μεσεντέριο] … Dictionary of Greek
ψαριά — Σύμφωνα με τις σύγχρονες ταξινομήσεις, τα ψ. αποτελούν μια υπερκλάση η οποία περιλαμβάνει τα σπονδυλωτά που είναι προσαρμοσμένα στην υδρόβια ζωή. Στα επιστημονικά συγγράμματα αναφέρονται και με την ονομασία ιχθύες. Από αυτά μελετήθηκαν έως σήμερα … Dictionary of Greek